Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταδιδόμενος η μεταδιδόμενη το μεταδιδόμενο
      γενική του μεταδιδόμενου της μεταδιδόμενης του μεταδιδόμενου
    αιτιατική τον μεταδιδόμενο τη μεταδιδόμενη το μεταδιδόμενο
     κλητική μεταδιδόμενε μεταδιδόμενη μεταδιδόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταδιδόμενοι οι μεταδιδόμενες τα μεταδιδόμενα
      γενική των μεταδιδόμενων των μεταδιδόμενων των μεταδιδόμενων
    αιτιατική τους μεταδιδόμενους τις μεταδιδόμενες τα μεταδιδόμενα
     κλητική μεταδιδόμενοι μεταδιδόμενες μεταδιδόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταδιδόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του μεταδίδομαι < μεταδίδω < μεταδίδωμι

  Μετοχή επεξεργασία

μεταδιδόμενος, -η, -ο

  1. ο μεταδοτικός, που μπορεί να μεταδοθεί, που μεταφέρεται και κολλάει από το ένα πλάσμα στο άλλο
    Τα λοιμώδη νοσήματα λέγονται και μεταδιδόμενα ή μεταδοτικά
  2. που μεταφέρεται ή αναμεταδίδεται μέσα από ένα φορέα/μηχάνημα/μέσον/όργανο
    Η μεταδιδόμενη από το ραδιόφωνο μουσική εκπομπή και Η μεταδιδόμενη τηλεοπτική εκπομπή
    (φυσική) Ο μεταδιδόμενος ήχος και Ο μεταδιδόμενος κραδασμός και Τα μεταδιδόμενα παλμικά κύματα και Οι μεταδιδόμενες ακτίνες

  Μεταφράσεις επεξεργασία