μεταδιδόμενος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μεταδιδόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του μεταδίδομαι < μεταδίδω < μεταδίδωμι
ΜετοχήΕπεξεργασία
μεταδιδόμενος, -η, -ο
- ο μεταδοτικός, που μπορεί να μεταδοθεί, που μεταφέρεται και κολλάει από το ένα πλάσμα στο άλλο
- που μεταφέρεται ή αναμεταδίδεται μέσα από ένα φορέα/μηχάνημα/μέσον/όργανο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μεταδιδόμενος