μελικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μελικός | η | μελική | το | μελικό |
γενική | του | μελικού | της | μελικής | του | μελικού |
αιτιατική | τον | μελικό | τη | μελική | το | μελικό |
κλητική | μελικέ | μελική | μελικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μελικοί | οι | μελικές | τα | μελικά |
γενική | των | μελικών | των | μελικών | των | μελικών |
αιτιατική | τους | μελικούς | τις | μελικές | τα | μελικά |
κλητική | μελικοί | μελικές | μελικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μελικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μελικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαμελικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μελικός
|
Πηγές
επεξεργασία- μελικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μελικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.