Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μελανόστρωμα τα μελανοστρώματα
      γενική του μελανοστρώματος των μελανοστρωμάτων
    αιτιατική το μελανόστρωμα τα μελανοστρώματα
     κλητική μελανόστρωμα μελανοστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελανόστρωμα < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική nimbostratus

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.laˈno.stɾo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐λα‐νό‐στρω‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Μελανόστρωμα

μελανόστρωμα ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)