μελανιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μελανιά | οι | μελανιές |
γενική | της | μελανιάς | των | μελανιών |
αιτιατική | τη | μελανιά | τις | μελανιές |
κλητική | μελανιά | μελανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μελανιά θηλυκό