Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bruise bruises

bruise (en)

ενεστώτας bruise
γ΄ ενικό ενεστώτα bruises
αόριστος bruised
παθητική μετοχή bruised
ενεργητική μετοχή bruising

bruise (en)