Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bruise < μέση αγγλική bruisen

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bɹuːz/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bruise bruises

bruise (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας bruise
γ΄ ενικό ενεστώτα bruises
αόριστος bruised
παθητική μετοχή bruised
ενεργητική μετοχή bruising

bruise (en)

  Πηγές επεξεργασία