bruise
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bruise < μέση αγγλική bruisen
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bruise | bruises |
bruise (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | bruise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bruises |
αόριστος | bruised |
παθητική μετοχή | bruised |
ενεργητική μετοχή | bruising |
bruise (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μελανιάζω, μαυρίζω από το χτύπημα
- ⮡ I bruised my leg.
- Μελάνιασα το πόδι μου.
- ⮡ I bruise easily.
- Μελανιάζω εύκολα.
- ⮡ Some people bruise easily.
- Μερικοί άνθρωποι μαυρίζουν εύκολα.
- ⮡ I bruised my leg.
Πηγές
επεξεργασία- bruise (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- bruise (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 529, 534, 580. ISBN 9780194325684., λήμμα: μαυρίζω, μελανιά, μελανιάζω, μώλωπας