Ουσιαστικό

επεξεργασία

bruising (en)

  • (μη μετρήσιμο) το μελάνιασμα, ο μωλωπισμός, μπλε, καφέ ή μωβ σημάδια που εμφανίζονται στο δέρμα αφού κάποιος πέσει, χτυπηθεί κτλ.
    ⮡  bruising on the fingers - μελάνιασμα στα δάχτυλα
    ⮡  I suffered only slight bruising.
    Έπαθα μόνο μωλωπισμούς.
     συνώνυμα: bruise

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

bruising (en)