bruising
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbruising (en)
- (μη μετρήσιμο) το μελάνιασμα, ο μωλωπισμός, μπλε, καφέ ή μωβ σημάδια που εμφανίζονται στο δέρμα αφού κάποιος πέσει, χτυπηθεί κτλ.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαbruising (en)
Πηγές
επεξεργασία- bruising (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 580. ISBN 9780194325684., λήμμα: μωλωπισμός