Ετυμολογία

επεξεργασία
μελανιάζω < μελαν(ός) + -ιάζω

μελανιάζω, αόρ.: μελάνιασα, μτχ.π.π.: μελανιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο) γίνομαι μελανός, μαυρίζω ή μπλαβίζω εξαιτίας κτυπήματος (αιμάτωμα), από το κρύο, από το κλάμα ή από φόβο
  2. (μεταβατικό) κάνω κάτι μελανό
    παράδειγμα  την τράβηξε απότομα από το χέρι και της το μελάνιασε

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία