μελανιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.laˈɲa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λά‐νια‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαμελανιάζω, αόρ.: μελάνιασα, μτχ.π.π.: μελανιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (αμετάβατο) γίνομαι μελανός, μαυρίζω ή μπλαβίζω εξαιτίας κτυπήματος (αιμάτωμα), από το κρύο, από το κλάμα ή από φόβο
- (μεταβατικό) κάνω κάτι μελανό
- ⮡ την τράβηξε απότομα από το χέρι και της το μελάνιασε
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις μελανός και μέλας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μελανιάζω | μελάνιαζα | θα μελανιάζω | να μελανιάζω | μελανιάζοντας | |
β' ενικ. | μελανιάζεις | μελάνιαζες | θα μελανιάζεις | να μελανιάζεις | μελάνιαζε | |
γ' ενικ. | μελανιάζει | μελάνιαζε | θα μελανιάζει | να μελανιάζει | ||
α' πληθ. | μελανιάζουμε | μελανιάζαμε | θα μελανιάζουμε | να μελανιάζουμε | ||
β' πληθ. | μελανιάζετε | μελανιάζατε | θα μελανιάζετε | να μελανιάζετε | μελανιάζετε | |
γ' πληθ. | μελανιάζουν(ε) | μελάνιαζαν μελανιάζαν(ε) |
θα μελανιάζουν(ε) | να μελανιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μελάνιασα | θα μελανιάσω | να μελανιάσω | μελανιάσει | ||
β' ενικ. | μελάνιασες | θα μελανιάσεις | να μελανιάσεις | μελάνιασε | ||
γ' ενικ. | μελάνιασε | θα μελανιάσει | να μελανιάσει | |||
α' πληθ. | μελανιάσαμε | θα μελανιάσουμε | να μελανιάσουμε | |||
β' πληθ. | μελανιάσατε | θα μελανιάσετε | να μελανιάσετε | μελανιάστε | ||
γ' πληθ. | μελάνιασαν μελανιάσαν(ε) |
θα μελανιάσουν(ε) | να μελανιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μελανιάσει | είχα μελανιάσει | θα έχω μελανιάσει | να έχω μελανιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μελανιάσει | είχες μελανιάσει | θα έχεις μελανιάσει | να έχεις μελανιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μελανιάσει | είχε μελανιάσει | θα έχει μελανιάσει | να έχει μελανιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μελανιάσει | είχαμε μελανιάσει | θα έχουμε μελανιάσει | να έχουμε μελανιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μελανιάσει | είχατε μελανιάσει | θα έχετε μελανιάσει | να έχετε μελανιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μελανιάσει | είχαν μελανιάσει | θα έχουν μελανιάσει | να έχουν μελανιάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μελανιασμένος - είμαστε, είστε, είναι μελανιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μελανιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μελανιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μελανιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μελανιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μελανιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μελανιασμένοι |