Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελανιάζω < μελαν(ός) + -ιάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.laˈɲa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐λά‐νια‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

μελανιάζω, αόρ.: μελάνιασα, μτχ.π.π.: μελανιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο) γίνομαι μελανός, μαυρίζω ή μπλαβίζω εξαιτίας κτυπήματος (αιμάτωμα), από το κρύο, από το κλάμα ή από φόβο
  2. (μεταβατικό) κάνω κάτι μελανό
    την τράβηξε απότομα από το χέρι και της το μελάνιασε

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μελανός και μέλας

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία