↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεθευρετικός η μεθευρετική το μεθευρετικό
      γενική του μεθευρετικού της μεθευρετικής του μεθευρετικού
    αιτιατική τον μεθευρετικό τη μεθευρετική το μεθευρετικό
     κλητική μεθευρετικέ μεθευρετική μεθευρετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεθευρετικοί οι μεθευρετικές τα μεθευρετικά
      γενική των μεθευρετικών των μεθευρετικών των μεθευρετικών
    αιτιατική τους μεθευρετικούς τις μεθευρετικές τα μεθευρετικά
     κλητική μεθευρετικοί μεθευρετικές μεθευρετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεθευρετικός < μεθ- + ευρετικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική metaheuristic / metaheuristical)

  Επίθετο

επεξεργασία

μεθευρετικός, -ή, -ό

  1. (μαθηματικά, νεολογισμός) που αφορά αλγόριθμο / μέθοδο επίλυσης που συνδυάζει διαδικασίες ευρετικού (heuristic) αλγορίθμου και άλλες στρατηγικές, προκειμένου να βρεθεί μια αρκετά καλή λύση σε ένα πρόβλημα βελτιστοποίησης, ειδικά με ελλιπείς ή ατελείς πληροφορίες ή περιορισμένη υπολογιστική ικανότητα
  2. (μαθηματικά, νεολογισμός) (ουσιαστικοποιημένο) μεθευρετική

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία