Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεθευρετική οι μεθευρετικές
      γενική της μεθευρετικής των μεθευρετικών
    αιτιατική τη μεθευρετική τις μεθευρετικές
     κλητική μεθευρετική μεθευρετικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεθευρετική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μεθευρετικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική metaheuristic)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεθευρετική θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία