βελτιστοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βελτιστοποίηση | οι | βελτιστοποιήσεις |
γενική | της | βελτιστοποίησης* | των | βελτιστοποιήσεων |
αιτιατική | τη | βελτιστοποίηση | τις | βελτιστοποιήσεις |
κλητική | βελτιστοποίηση | βελτιστοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βελτιστοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βελτιστοποίηση < βελτιστοποιώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβελτιστοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του βελτιστοποιώ
- ⮡ Οι επιχειρήσεις αποσκοπούν στη βελτιστοποίηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων και στην αύξηση της κερδοφορίας τους.
Μεταφράσεις
επεξεργασία βελτιστοποίηση