μασλάτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μασλάτι | τα | μασλάτια |
γενική | του | μασλατιού | των | μασλατιών |
αιτιατική | το | μασλάτι | τα | μασλάτια |
κλητική | μασλάτι | μασλάτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μασλάτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική maslahat (υπόθεση, δουλειά) < περσική مصلحت (maṣlahat: ασχολία, υπόθεση) < αραβική صلح (ṣálaḥa: ταιριαστός, ικανός, χρήσιμος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμασλάτι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) χαλαρή κουβεντούλα επί παντός επιστητού