κουσκούς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουσκούς ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) φαγητό βορειοαφρικανικής προέλευσης από χοντρόκοκκο σιμιγδάλι, κρέας ή ψάρι, λαχανικά και πικάντικες σάλτσες
- (μεταφορικά) κουτσομπολιό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κουσκούς στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαγητό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κουσκούς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας