Ετυμολογία

επεξεργασία
κουσκουσουρεύω < κουσκουσούρης + -εύω < κουσκούς < τουρκική kuskus / kuşkuş < αραβική كسكس (kuskus)

κουσκουσουρεύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία