πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαγκιπειό τα μαγκιπειά
      γενική του μαγκιπειού των μαγκιπειών
    αιτιατική το μαγκιπειό τα μαγκιπειά
     κλητική μαγκιπειό μαγκιπειά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαγκιπειό ουδέτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «μαγκίπ(π)ιον, μαγκιπεῖον» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .