Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαγκιπειό τα μαγκιπειά
      γενική του μαγκιπειού των μαγκιπειών
    αιτιατική το μαγκιπειό τα μαγκιπειά
     κλητική μαγκιπειό μαγκιπειά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγκιπειό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαγκιπ(εῖον) + -ειό < μάγκιψ < λατινική manceps < manus + capio

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maŋ.ɟiˈpço/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐γκι‐πειό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαγκιπειό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. s.v. «μαγκίπ(π)ιον, μαγκιπεῖον» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .