Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγκιπεῖον < μάγκιψ, μαγκιπ- + -εῖον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μαγκιπειό (δημοτική)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαγκιπεῖον ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία