μάγκιψ
Ετυμολογία
επεξεργασία- μάγκιψ, λέξη του 7ου αιώνα, και σε Γλωσσάρι < (άμεσο δάνειο) λατινική manceps < manus + capio
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάγκιψ αρσενικό (θηλυκό μαγκίπισσα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικοί τύποι
επεξεργασία- μαγκίπου (γενική ενικού)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μάγκιψ - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- μάγκιψ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].