Ετυμολογία

επεξεργασία
μάγκιψ, λέξη του 7ου αιώνα, και σε Γλωσσάρι < (άμεσο δάνειο) λατινική manceps < manus + capio

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μάγκιψ αρσενικό (θηλυκό μαγκίπισσα)

  • (επάγγελμα) αρτοποιός, αρτοπώλης, φούρναρης
      12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Δ', στίχ. 97 (97-98) @anemi.lib.uoc.gr
    Ἄν ἤμην παραζυμωτὴς ἢ δουλευτὴς μαγκίπου,
    προφούρνια κἂν νὰ ἐχόρταινα, καὶ ὡσὰν ἐμέναν εἶχεν.
    D. C. Hesseling & Hubert Pernot (επιμ.), Poèmes prodromiques en grec vulgaire [Verhandelingender Koninklijke Akademie van Wetenschappen te Amsterdam, Afdeeling Letterkunde, Nieuwe Reeks, Deel XI, No 1], Johanes Müller, Amsterdam 1910.
      15ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
    καὶ τὸ σιτάριν τὸ εἶχεν τὸ κάστρον ἄλεσέν το καὶ ἔδωκέν το τοὺς μαγκίπους καὶ ποίκασιν ψουμίν καὶ πουλοῦσάν το φτηνὸν εἰς τὴν μέσην, διὰ νὰ δοῦν οἱ μαντατοφόροι πῶς ἔ(χει) σιτάριν πολύν, διὰ νὰ σηκώσουν τὴν κατούναν τους νὰ φύγουν·

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία