Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάγκιψ, λέξη του 7ου αιώνα, και σε Γλωσσάρι < (άμεσο δάνειο) λατινική manceps < manus + capio

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάγκιψ αρσενικό (θηλυκό μαγκίπισσα)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία