μαγκίπιον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μαγκίπιον ουδέτερο
- το αρτοποιείο
- άλλες μορφές: μαγκιπεῖον → δείτε και τη λέξη μαγκιπειό (δημοτική)
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μάγκιψ
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «μαγκίπιον» - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- «μαγκίπ(π)ιον» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.