Δείτε επίσης: ἀρτοπώλης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρτοπώλης οι αρτοπώλες
      γενική του αρτοπώλη των αρτοπωλών
    αιτιατική τον αρτοπώλη τους αρτοπώλες
     κλητική αρτοπώλη αρτοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρτοπώλης < ελληνιστική κοινή ἀρτοπώλης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αρτο- + -πώλης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.toˈpo.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐το‐πώ‐λης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρτοπώλης αρσενικό (θηλυκό αρτοπώλισσα)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη άρτος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία