λουκέτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λουκέτο | τα | λουκέτα |
γενική | του | λουκέτου | των | λουκέτων |
αιτιατική | το | λουκέτο | τα | λουκέτα |
κλητική | λουκέτο | λουκέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λουκέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική lucchetto < γαλλική loquet, υποκοριστικό της (παλαιά γαλλικά) loc < πρωτογερμανική *luką
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λουκέτο ουδέτερο
- είδος κλειδαριάς με ημικυκλικό στέλεχος που αγκυρώνεται στο κυρίως σώμα με κλειδιά ή άλλο τρόπο, την οποία μπορούμε να μεταφέρουμε, για να ασφαλίσουμε διάφορα αντικείμενα
Εκφράσεις επεξεργασία
- βάζω λουκέτο: κλείνω οριστικά ένα κατάστημα ή μια επιχείρηση λόγω πτώχευσης, οικονομικών δυσκολιών ή για άλλους λόγους