Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λουκέτο τα λουκέτα
      γενική του λουκέτου των λουκέτων
    αιτιατική το λουκέτο τα λουκέτα
     κλητική λουκέτο λουκέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα λουκέτο με τα κλειδιά του

  Ετυμολογία επεξεργασία

λουκέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική lucchetto < γαλλική loquet, υποκοριστικό της (παλαιά γαλλικά) loc < πρωτογερμανική *luką

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /luˈce.to/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λουκέτο ουδέτερο

Εκφράσεις επεξεργασία

  • βάζω λουκέτο: κλείνω οριστικά ένα κατάστημα ή μια επιχείρηση λόγω πτώχευσης, οικονομικών δυσκολιών ή για άλλους λόγους
    Σύμφωνα με τον Πανελλήνιο Σύλλογο Φυσικοθεραπευτών, 2.100 φυσικοθεραπευτήρια απειλούνται με λουκέτο, εξαιτίας της μη έγκαιρης καταβολής των οφειλών του ΕΟΠΥΥ και των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία