Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λινόδετος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λινόδετ
ος
η
λινόδετ
η
το
λινόδετ
ο
γενική
του
λινόδετ
ου
της
λινόδετ
ης
του
λινόδετ
ου
αιτιατική
τον
λινόδετ
ο
τη
λινόδετ
η
το
λινόδετ
ο
κλητική
λινόδετ
ε
λινόδετ
η
λινόδετ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λινόδετ
οι
οι
λινόδετ
ες
τα
λινόδετ
α
γενική
των
λινόδετ
ων
των
λινόδετ
ων
των
λινόδετ
ων
αιτιατική
τους
λινόδετ
ους
τις
λινόδετ
ες
τα
λινόδετ
α
κλητική
λινόδετ
οι
λινόδετ
ες
λινόδετ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λινόδετος
<
αρχαία ελληνική
λινόδετος
<
λίνον
+
δέω
Επίθετο
επεξεργασία
λινόδετος
που έχει
δεθεί
με
λινό
σχοινί
που το έχουν
επενδύσει
με
λινό
ύφασμα
( για
βιβλία
κ.λπ.
)
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
λινός
και
δένω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
δερματόδετος
πανόδετος
σκληρόδετος
χαρτόδετος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λινόδετος