↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λινόδετος η λινόδετη το λινόδετο
      γενική του λινόδετου της λινόδετης του λινόδετου
    αιτιατική τον λινόδετο τη λινόδετη το λινόδετο
     κλητική λινόδετε λινόδετη λινόδετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λινόδετοι οι λινόδετες τα λινόδετα
      γενική των λινόδετων των λινόδετων των λινόδετων
    αιτιατική τους λινόδετους τις λινόδετες τα λινόδετα
     κλητική λινόδετοι λινόδετες λινόδετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λινόδετος < αρχαία ελληνική λινόδετος < λίνον + δέω

  Επίθετο

επεξεργασία

λινόδετος

  1. που έχει δεθεί με λινό σχοινί
  2. που το έχουν επενδύσει με λινό ύφασμα ( για βιβλία κ.λπ.)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία