↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λῐνο-
ονομαστική τὸ λίνον τὰ λίν
      γενική τοῦ λίνου τῶν λίνων
      δοτική τῷ λίν τοῖς λίνοις
    αιτιατική τὸ λίνον τὰ λίν
     κλητική ! λίνον λίν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λίνω
γεν-δοτ τοῖν  λίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λίνον < λείπει η ετυμολογία
Ήδη, μυκηναϊκή 𐀪𐀜 (ri-no)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λίνον [ῐ] ουδέτερο

  1. (φυτό) το λινάρι
  2. οποιοδήποτε υλικό κατασκευασμένο από λινάρι
  3. (μεταφορικά) η ακολουθία, η κλωστή της μοίρας

Εκφράσεις

επεξεργασία