δερματόδετος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δερματόδετος < δέρμα + δένω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος, μορφολογικά αναλύεται δέρματ(ος) + -ο- + -δετος
Επίθετο
επεξεργασίαδερματόδετος, -η, -ο
- που είναι δεμένος με δέρμα, πχ ένας τόμος, βιβλίο ή σημειωματάριο
- ⮡ πήρε ένα από τα δερματόδετα βιβλία στα ράφια
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δερματόδετος