Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λινοθήκη οι λινοθήκες
      γενική της λινοθήκης των λινοθηκών
    αιτιατική τη λινοθήκη τις λινοθήκες
     κλητική λινοθήκη λινοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λινοθήκη < λινός + -ο- + θήκη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική linen-closet[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική lingère)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λινοθήκη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. λινοθήκηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)