↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιγνίνη οι λιγνίνες
      γενική της λιγνίνης των λιγνινών
    αιτιατική τη λιγνίνη τις λιγνίνες
     κλητική λιγνίνη λιγνίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιγνίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική lignin < λατινική lignum < πρωτοϊταλική *legnom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leǵ-no-m (κάτι που συλλέγεται) < *leǵ-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιγνίνη θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία