↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λατρεμένος η λατρεμένη το λατρεμένο
      γενική του λατρεμένου της λατρεμένης του λατρεμένου
    αιτιατική τον λατρεμένο τη λατρεμένη το λατρεμένο
     κλητική λατρεμένε λατρεμένη λατρεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λατρεμένοι οι λατρεμένες τα λατρεμένα
      γενική των λατρεμένων των λατρεμένων των λατρεμένων
    αιτιατική τους λατρεμένους τις λατρεμένες τα λατρεμένα
     κλητική λατρεμένοι λατρεμένες λατρεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λατρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λατρεύω

λατρεμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία