↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λατρευτός η λατρευτή το λατρευτό
      γενική του λατρευτού της λατρευτής του λατρευτού
    αιτιατική τον λατρευτό τη λατρευτή το λατρευτό
     κλητική λατρευτέ λατρευτή λατρευτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λατρευτοί οι λατρευτές τα λατρευτά
      γενική των λατρευτών των λατρευτών των λατρευτών
    αιτιατική τους λατρευτούς τις λατρευτές τα λατρευτά
     κλητική λατρευτοί λατρευτές λατρευτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λατρευτός < (ελληνιστική κοινή) < λατρεύω + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

λατρευτός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία