Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λατρευτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λατρευτ
ός
η
λατρευτ
ή
το
λατρευτ
ό
γενική
του
λατρευτ
ού
της
λατρευτ
ής
του
λατρευτ
ού
αιτιατική
τον
λατρευτ
ό
τη
λατρευτ
ή
το
λατρευτ
ό
κλητική
λατρευτ
έ
λατρευτ
ή
λατρευτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λατρευτ
οί
οι
λατρευτ
ές
τα
λατρευτ
ά
γενική
των
λατρευτ
ών
των
λατρευτ
ών
των
λατρευτ
ών
αιτιατική
τους
λατρευτ
ούς
τις
λατρευτ
ές
τα
λατρευτ
ά
κλητική
λατρευτ
οί
λατρευτ
ές
λατρευτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λατρευτός
< (
ελληνιστική κοινή
) <
λατρεύω
+
-τός
Επίθετο
επεξεργασία
λατρευτός, -ή, -ό
που τον
λατρεύουν
, τον
αγαπούν
πολύ
Συνώνυμα
επεξεργασία
λατρεμένος
πολυαγαπημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λατρευτός
γαλλικά
:
adoré
(fr)