λατρεμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
λατρεμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του λατρεμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του λατρεμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λατρεμένος
λατρεμένων