↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαμπαδηδρομία οι λαμπαδηδρομίες
      γενική της λαμπαδηδρομίας των λαμπαδηδρομιών
    αιτιατική τη λαμπαδηδρομία τις λαμπαδηδρομίες
     κλητική λαμπαδηδρομία λαμπαδηδρομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαμπαδηδρομία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λαμπαδηδρομία[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lam.ba.ði.ðɾoˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐μπα‐δη‐δρο‐μί‐α
παλιότερος συλλαβισμός: λαμ‐πα‐δη‐δρο‐μί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαμπαδηδρομία θηλυκό

  • αγώνισμα δρόμου στο οποίο οι δρομείς τρέχουν κρατώντας αναμμένους πυρσούς ή λαμπάδες

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις λαμπάδα και δρόμος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λαμπαδηδρομί αἱ λαμπαδηδρομίαι
      γενική τῆς λαμπαδηδρομίᾱς τῶν λαμπαδηδρομιῶν
      δοτική τῇ λαμπαδηδρομί ταῖς λαμπαδηδρομίαις
    αιτιατική τὴν λαμπαδηδρομίᾱν τὰς λαμπαδηδρομίᾱς
     κλητική ! λαμπαδηδρομί λαμπαδηδρομίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαμπαδηδρομί
γεν-δοτ τοῖν  λαμπαδηδρομίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαμπαδηδρομία < λαμπάς, λαμπάδ(ος) + -η- + -δρομία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαμπαδηδρομία θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία