κρικελωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρικελωτός < μεσαιωνική ελληνική κρικελλωτός (ορθογραφική απλοποίηση) < κρικέλλι(ν) < ελληνιστική κοινή κρικέλλιον < κρίκελλος < λατινική circellus < circulus < circus < αρχαία ελληνική κίρκος / κρίκος (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker- (λυγίζω, κάμπτω)
Επίθετο
επεξεργασίακρικελωτός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κρικελωτός
|