Ετυμολογία

επεξεργασία
κουλτουριάρης < κουλτούρα + -ιάρης
ΔΦΑ : /kul.tuɾˈʝa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουλτουριάρης

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουλτουριάρης η κουλτουριάρα το κουλτουριάρικο
      γενική του κουλτουριάρη της κουλτουριάρας του κουλτουριάρικου
    αιτιατική τον κουλτουριάρη την κουλτουριάρα το κουλτουριάρικο
     κλητική κουλτουριάρη κουλτουριάρα κουλτουριάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουλτουριάρηδες οι κουλτουριάρες τα κουλτουριάρικα
      γενική των κουλτουριάρηδων των κουλτουριάρικων
    αιτιατική τους κουλτουριάρηδες τις κουλτουριάρες τα κουλτουριάρικα
     κλητική κουλτουριάρηδες κουλτουριάρες κουλτουριάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κουλτουριάρης, -α, -ικο

Μεταφράσεις

επεξεργασία