Δείτε επίσης: Κορδύλης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κορδύλη αἱ κορδῦλαι
      γενική τῆς κορδύλης τῶν κορδυλῶν
      δοτική τῇ κορδύλ ταῖς κορδύλαις
    αιτιατική τὴν κορδύλην τὰς κορδύλᾱς
     κλητική ! κορδύλη κορδῦλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κορδύλ
γεν-δοτ τοῖν  κορδύλαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κορδύλη < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: cordyla

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κορδύλη, -ης θηλυκό

  1. ράβδος, ραβδί, ρόπαλο
     συνώνυμα: κορύνη
  2. οίδημα, εξόγκωμα, πρήξιμο, καρούμπαλο
  3. (στην Κύπρο) κάλυμμα του κεφαλιού, κεφαλόδεσμος
  4. (ελληνιστική σημασία , ψάρι) είδος ψαριού
    ※  1ος πκε/κε αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 12.3, 19 @perseus.tufts.edu @wikisource
    ἐπακολουθοῦντες γὰρ ταῖς ἀγέλαις τῶν ἰχθύων, κορδύλης τε καὶ θύννης καὶ αὐτῆς τῆς πηλαμύδος, πιαίνονταί τε καὶ εὐάλωτοι γίνονται διὰ τὸ πλησιάζειν τῇ γῇ προαλέστερον·
     συνώνυμα: σκορδύλη, κορύδυλις

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία