κοιλό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοιλό | τα | κοιλά |
γενική | του | κοιλού | των | κοιλών |
αιτιατική | το | κοιλό | τα | κοιλά |
κλητική | κοιλό | κοιλά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοιλό ουδέτερο
- (παρωχημένο) μονάδα μέτρησης χωρητικότητας - όγκου, σε μορφή κυλινδρικού δοχείου (σε κάποιες περιοχές ισοδυναμούσε με ποσότητα 22 ή 24, κατά περιπτώσεις οκάδων)
- (παρωχημένο) (κατ’ επέκταση) μονάδα μέτρησης εμβαδού (από την έκταση του χωραφιού που έβγαζε δημητριακά 22 ή 24 οκάδων)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- κοιλόν (καθαρεύουσα)
Σημειώσεις
επεξεργασία- Στην Ελλάδα και στην Τουρκία, όπως αναφέρεται, το κοιλόν ήταν ισοδύναμο με ποσότητα 24 οκάδων.[1] Κατά μία λεξικογραφική αναφορά, το κοιλόν αντιστοιχίζεται με το boisseau[2] (το γαλλικό ανάλογο του αγγλοσαξωνικού μπούσελ), συνεπώς συσχετίζεται με όγκο περίπου 10-12 λίτρων.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 1626.
- ↑ Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν), τόμ. Β΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π. Α. Πετράκου, 1909), σ. 514.