Δείτε επίσης: μεσαριά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεσάρι τα μεσάρια
      γενική του μεσαριού των μεσαριών
    αιτιατική το μεσάρι τα μεσάρια
     κλητική μεσάρι μεσάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσάρι < μισό ή μέσο (κατά περίπτωση) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσάρι ουδέτερο (λαϊκότροπο)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία