μεσάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεσάρι | τα | μεσάρια |
γενική | του | μεσαριού | των | μεσαριών |
αιτιατική | το | μεσάρι | τα | μεσάρια |
κλητική | μεσάρι | μεσάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεσάρι < μισό ή μέσο (κατά περίπτωση) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσάρι ουδέτερο (λαϊκότροπο)
- μισό κοιλό (μέτρο χωρητικότητας)
- μεσοτοιχία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν), τόμ. Β΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π. Α. Πετράκου, 1909), σ. 514.
- Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 133.
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεσάρι
|