μεσαριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεσαριά | οι | μεσαριές |
γενική | της | μεσαριάς | των | μεσαριών |
αιτιατική | τη | μεσαριά | τις | μεσαριές |
κλητική | μεσαριά | μεσαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεσαριά < μέσον, μέσ(ο) + -αριά • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσαριά θηλυκό
- που βρίσκεται στη μέση, ανάμεσα
- πάω μεσαριά: βαδίζω - πηγαίνω ίσια, κατευθείαν, κόβοντας δρόμο[1]
- (ειδικότερα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- Για τη μετατροπή του όρου «μεσαριά» για τοποθεσίες που βρίσκονταν μεταξύ βουνών, χωριά της ενδοχώρας («η εσωτερική χώρα ή το έσω χωρίον»), σε τοπωνύμιο,[3] → δείτε τη λέξη Μεσαριά
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεσαριά
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 150.
- ↑ Επιτροπής Φιλολόγων (χ.χ. [≈1961]), Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Άτλας, σελ. 1230.
- ↑ Ν.Α.Β. (Νικόλαος Βέης) λήμμα «Μεσαρέα και Μεσαριά» & λήμμα «Μεσαριά», στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 9 (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1930), σ. 324.