Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοιλιοκάκη οι κοιλιοκάκες
      γενική της κοιλιοκάκης των κοιλιοκακών
    αιτιατική την κοιλιοκάκη τις κοιλιοκάκες
     κλητική κοιλιοκάκη κοιλιοκάκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοιλιοκάκη < κοιλιακός + -ο- + κακός + ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική coeliac disease)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοιλιοκάκη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία