κοιλιοκάκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοιλιοκάκη < κοιλιακός + -ο- + κακός + -η ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική coeliac disease)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοιλιοκάκη θηλυκό
- (ιατρική) αυτοάνοση νόσος που προκαλεί αδυναμία σωστής πέψης των τροφίμων λόγω δυσανεξίας στη γλουτένη