κητοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κητοειδής | η | κητοειδής | το | κητοειδές |
γενική | του | κητοειδούς* | της | κητοειδούς | του | κητοειδούς |
αιτιατική | τον | κητοειδή | την | κητοειδή | το | κητοειδές |
κλητική | κητοειδή(ς) | κητοειδής | κητοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κητοειδείς | οι | κητοειδείς | τα | κητοειδή |
γενική | των | κητοειδών | των | κητοειδών | των | κητοειδών |
αιτιατική | τους | κητοειδείς | τις | κητοειδείς | τα | κητοειδή |
κλητική | κητοειδείς | κητοειδείς | κητοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κητοειδής < κήτος + -ο- + -ειδής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cétacés[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.to.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐το‐ει‐δής
Επίθετο
επεξεργασίακητοειδής
- άλλη μορφή του κητώδης
- (ουσιαστικοποιημένο) κητοειδή: άλλη μορφή του κητώδη, Κητώδη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κήτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κητοειδής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κητοειδής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας