κητώδη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακητώδη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κητώδες, ουδέτερο του κητώδης
Δείτε επίσης
επεξεργασία- για την ταξινομική ανθυποτάξη, → δείτε τη λέξη Κητώδη
Δείτε επίσης : Κητώδη |
κητώδη