Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κητοειδή < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κητοειδής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κητοειδή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Υπώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κητοειδή

  Αναφορές επεξεργασία