Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καυλωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καυλωμέν
ος
η
καυλωμέν
η
το
καυλωμέν
ο
γενική
του
καυλωμέν
ου
της
καυλωμέν
ης
του
καυλωμέν
ου
αιτιατική
τον
καυλωμέν
ο
την
καυλωμέν
η
το
καυλωμέν
ο
κλητική
καυλωμέν
ε
καυλωμέν
η
καυλωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καυλωμέν
οι
οι
καυλωμέν
ες
τα
καυλωμέν
α
γενική
των
καυλωμέν
ων
των
καυλωμέν
ων
των
καυλωμέν
ων
αιτιατική
τους
καυλωμέν
ους
τις
καυλωμέν
ες
τα
καυλωμέν
α
κλητική
καυλωμέν
οι
καυλωμέν
ες
καυλωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καυλωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
καυλώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καυλωμένος
αγγλικά
:
hard-on
(en)
,
hardon
(en)
,
horny
(en)
αγγλοσαξονικά
:
gal
(ang)
γαλλικά
:
chaud
(fr)
γερμανικά
:
geil
(de)
δανικά
:
geil
(da)
ισπανικά
:
caliente
(es)
πολωνικά
:
napalony
(pl)
ρωσικά
:
возбуждённый
(ru)
(
vozbuždjónnyj
)
τσεχικά
:
nadržený
(cs)
τουρκικά
:
abazan
(tr)