Ετυμολογία

επεξεργασία
καυλώνω < από το ουσιαστικό καυλός

καυλώνω

στον προφορικό κυρίως λόγο, συναντάται και γκαυλώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία