↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταλυτικός η καταλυτική το καταλυτικό
      γενική του καταλυτικού της καταλυτικής του καταλυτικού
    αιτιατική τον καταλυτικό την καταλυτική το καταλυτικό
     κλητική καταλυτικέ καταλυτική καταλυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταλυτικοί οι καταλυτικές τα καταλυτικά
      γενική των καταλυτικών των καταλυτικών των καταλυτικών
    αιτιατική τους καταλυτικούς τις καταλυτικές τα καταλυτικά
     κλητική καταλυτικοί καταλυτικές καταλυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταλυτικός < ελληνιστική κοινή καταλυτικός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική catalytic)

  Επίθετο

επεξεργασία

καταλυτικός

  1. καταστροφικός
  2. (θρησκεία) σχετικός με νηστεία, επιτρεπόμενος σε βρώση
  3. (χημεία) σχετικός με τους καταλύτες, ουσίες που επιταχύνουν μια χημική αντίδραση
  4. (για αυτοκίνητα) που έχει καταλύτη στο σύστημα εξαγωγής καυσαερίων
    καταλυτικός κινητήρας, καταλυτικό αυτοκίνητο
  5. (μεταφορικά) που συμβάλλει στην επιτάχυνση μιας διαδικασίας
    η παρέμβαση αυτού του ομιλητή έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην συνέχεια της συζήτησης
  6. εξαιρετικά αυστηρός
    καταλυτική κριτική

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία