catalytique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | catalytique | catalytiques |
θηλυκό | catalytiquee | catalytiquees |
Επίθετο
επεξεργασίαcatalytique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | catalytique | catalytiques |
θηλυκό | catalytiquee | catalytiquees |
catalytique (fr) αρσενικό ή θηλυκό