καρυότυπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καρυότυπος | οι | καρυότυποι |
γενική | του | καρυότυπου & καρυοτύπου |
των | καρυότυπων & καρυοτύπων |
αιτιατική | τον | καρυότυπο | τους | καρυότυπους & καρυοτύπους |
κλητική | καρυότυπε | καρυότυποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρυότυπος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική caryotype[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: karyotype[1] < αρχαία ελληνική κάρυον + τύπος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈɾiˈo.ti.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρυ‐ό‐τυ‐πος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρυότυπος αρσενικό
- (βιολογία, ιατρική, γενετική) η απεικόνιση των χρωμοσωμάτων κάποιου ανά ζεύγη και βάσει του μεγέθους τους
- ※ Δύο νέες επαναστατικές διαγνωστικές μέθοδοι ταράζουν και πάλι τα νερά στο χώρο της γενετικής. Το ερώτημα είναι αν η καρυοχαρτογράφηση και ο μοριακός καρυότυπος θα επιτρέπουν απλώς στους γονείς να φέρουν στη ζωή υγιή παιδιά, ή θα ανοίξουν ουσιαστικά το δρόμο για τη δημιουργία ανθρώπων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 15/6/2010)
Συγγενικά
επεξεργασία- καρυοτυπικός
- καρυοχαρτογράφηση
- → δείτε τις λέξεις καρύδι και τύπος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καρυότυπος
- ↑ 1,0 1,1 καρυότυπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ καρυότυπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας