Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρυοχαρτογράφηση οι καρυοχαρτογραφήσεις
      γενική της καρυοχαρτογράφησης* των καρυοχαρτογραφήσεων
    αιτιατική την καρυοχαρτογράφηση τις καρυοχαρτογραφήσεις
     κλητική καρυοχαρτογράφηση καρυοχαρτογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καρυοχαρτογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρυοχαρτογράφηση (νεολογισμός) < καρυότυπος + -ο- + χαρτογράφηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρυοχαρτογράφηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία