καρυοχαρτογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρυοχαρτογράφηση | οι | καρυοχαρτογραφήσεις |
γενική | της | καρυοχαρτογράφησης* | των | καρυοχαρτογραφήσεων |
αιτιατική | την | καρυοχαρτογράφηση | τις | καρυοχαρτογραφήσεις |
κλητική | καρυοχαρτογράφηση | καρυοχαρτογραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καρυοχαρτογραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρυοχαρτογράφηση (νεολογισμός) < καρυότυπος + -ο- + χαρτογράφηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρυοχαρτογράφηση θηλυκό
- (βιολογία, ιατρική, γενετική) η χαρτογράφηση του καρυότυπου
- ※ Δύο νέες επαναστατικές διαγνωστικές μέθοδοι ταράζουν και πάλι τα νερά στο χώρο της γενετικής. Το ερώτημα είναι αν η καρυοχαρτογράφηση και ο μοριακός καρυότυπος θα επιτρέπουν απλώς στους γονείς να φέρουν στη ζωή υγιή παιδιά, ή θα ανοίξουν ουσιαστικά το δρόμο για τη δημιουργία ανθρώπων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. (* εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 15/6/2010])
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρυοχαρτογράφηση
|