καρυοτυπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρυοτυπικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: karyotypic < karyotype < αρχαία ελληνική κάρυον + τύπος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ɾi.o.ti.piˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρυ‐ο‐τυ‐πι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
καρυοτυπικός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις καρυότυπος, καρύδι και τύπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρυοτυπικός