Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρμίρικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καρμίρικ
ος
η
καρμίρικ
η
το
καρμίρικ
ο
γενική
του
καρμίρικ
ου
της
καρμίρικ
ης
του
καρμίρικ
ου
αιτιατική
τον
καρμίρικ
ο
την
καρμίρικ
η
το
καρμίρικ
ο
κλητική
καρμίρικ
ε
καρμίρικ
η
καρμίρικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καρμίρικ
οι
οι
καρμίρικ
ες
τα
καρμίρικ
α
γενική
των
καρμίρικ
ων
των
καρμίρικ
ων
των
καρμίρικ
ων
αιτιατική
τους
καρμίρικ
ους
τις
καρμίρικ
ες
τα
καρμίρικ
α
κλητική
καρμίρικ
οι
καρμίρικ
ες
καρμίρικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρμίρικος
<
καρμίρης
+
-ικος
Επίθετο
επεξεργασία
καρμίρικος, -η, -ο
(
λαϊκότροπο
) που έχει
σχέση
με
καρμίρη
, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία
καρμίρικα
→
δείτε
τη λέξη
καρμίρης
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μίζερος
σφιχτοχέρικος
τσιγκούνικος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρμίρικος
αγγλικά
:
stingy
(en)