σφιχτοχέρικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφιχτοχέρικος < σφιχτοχέρης + -ικος
Επίθετο επεξεργασία
σφιχτοχέρικος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που έχει σχέση με σφιχτοχέρη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά επεξεργασία
- σφιχτοχέρικα
- → δείτε τις λέξεις σφιχτοχέρης, σφιχτός και χέρι
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφιχτοχέρικος
|