καρμίρικων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
καρμίρικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του καρμίρικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του καρμίρικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καρμίρικος
καρμίρικων