καρμίρικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρμίρικα < καρμίρικος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίακαρμίρικα
- (λαϊκότροπο) με καρμίρικο τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρμίρικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαρμίρικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καρμίρικος