καντίνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καντίνι | τα | καντίνια |
γενική | του | καντινιού | των | καντινιών |
αιτιατική | το | καντίνι | τα | καντίνια |
κλητική | καντίνι | καντίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καντίνι < (άμεσο δάνειο) βενετική cantin + -ι [1], πληθυντικός αριθμός του cantino (ιταλική ),[2] υποκοριστικό του canto (τραγούδι) < λατινική cantus,[3] μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος cano < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kan (τραγουδώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kanˈdi.ni/, ιταλική προφορά του ενικού ΔΦΑ : /kanˈti.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ντί‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαντίνι ουδέτερο
- (παραδοσιακή μουσική) η λεπτότερη χορδή έγχορδου μουσικού οργάνου, που παράγει ψηλό ήχο
Εκφράσεις
επεξεργασία- στο καντίνι: τέλεια, άψογα (αργκό)
- ※ Κουρντίστηκες, κυρά μου, στην πένα, στο καντίνι, / να ζήσει κι ο λεβέντης, ο λεβέντης που σε ντύνει. (Από το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη Απόψε κάνεις μπαμ)
- ≈ συνώνυμα: στην πένα, στην τρίχα
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεπτή χορδή (παραδοσιακή μουσική)
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καντίνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ cantino - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.